- πεζεύω
- ΝΜΑ, πεζεύγω και πεζέφνω Ν [πεζός]νεοελλ.-μσν.κατεβαίνω από το άλογο, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύωνεοελλ.-αρχ.1. βαδίζω πεζός, οδοιπορώ2. ταξιδεύω διά ξηράςμσν.-αρχ.(κυρίως για τον Ξέρξη όταν πέρασε τη γέφυρα στον Ελλήσποντο) περνώ πεζός τη θάλασσα σαν να είναι ξηράαρχ.1. (για πτηνά) κατεβαίνω στο έδαφος και περπατώ («πάντων δὲ ὡς εἰπεῑν τῶν ὀρνίθων οἱ μὲν πεζεύουσι περὶ τὴν τροφήν», Αριστοτ.)2. παθ. πεζεύομαιμτφ. γεφυρώνομαι, γίνομαι διαβατός με γέφυρα3. η μτχ. αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ πεζεύοντεςοι πεζικές δυνάμεις, το πεζικό4. φρ. «ἡ πεζευομένη ὁδός» — η οδός που είναι διαβατή πεζή, με τα πόδια, η διά ξηράς οδός.
Dictionary of Greek. 2013.